- κλιβανοειδής
- κλιβανοειδής και κριβανοειδής, -ές (Α)αυτός που έχει σχήμα κλιβάνου, αυτός που μοιάζει με κλίβανο («πωμάσας τὸν λύχνον... ἀγγείῳ κεραμέῳ κλιβανοειδεῑ», Διοσκ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. κυλινδρο-ειδής, σταυρο-ειδής].
Dictionary of Greek. 2013.